- ὀβολισμός
- ὀβολ-ισμός, ὁ,A charge for freightage, PSI9.1048.17 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οβολισμός — ὀβολισμός, ὁ (Α) τα έξοδα μεταφοράς εμπορευμάτων πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + κατάλ. ισμός, μέσω αμάρτυρου *ὀβολίζω] … Dictionary of Greek